Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λείψετέ ϑην νέας

См. также в других словарях:

  • θην — θήν (Α) (επικ. και δωρ. εγκλιτ. μόριο, σπάν. στους τραγ.) 1. (συν. ειρων.) τώρα βεβαίως, τώρα δα λοιπόν («λείψετέ θην νέας» ώστε τώρα λοιπόν θ αφήσετε τα πλοία, Ομ. Ιλ.) 2. (με επίταση) φρ. α) «ἧ θην» πολύ αληθινά, κατ αλήθειαν β) «οὔ θην»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»